ζυγίας

ζυγίας
ζυγίᾱς , ζύγιος
of
fem acc pl
ζυγίᾱς , ζύγιος
of
fem gen sg (attic doric aeolic)
ζυγίᾱς , ζυγία
maple
fem acc pl
ζυγίᾱς , ζυγία
maple
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζύγινος — ζύγινος, η, ον (Α) [ζυγία] κατασκευασμένος από ξύλο ζυγίας, είδους φτελιάς …   Dictionary of Greek

  • ζύγιος — ζύγιος, ον, θηλ. και ζυγία (Α) [ζυγόν] 1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, για ζέψιμο («ζύγιος ἵππος», Ευρ.) 2. ζυγίτης 3. έγγαμος, παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», Γρηγ. Ναζ.) 4. ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”